- σκαμπίλα
- η, Νδυνατό χαστούκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκαμπίλι + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. κεφάλ-α)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκαμπίλι — σκαμπίλι, το και σκαμπίλα, η (λ. γαλλ.) 1. χτύπημα στο πρόσωπο με την παλάμη: Του δωσε δυο σκαμπίλια για να κάτσει φρόνιμα. 2. είδος χαρτοπαίγνιου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)